αὐστηρότης

Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5.    2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
sécheresse, âpreté, saveur âcre.
Étymologie: αὐστηρός.
Ant. γλυκύτης.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
I de cosas aspereza, acritud del vino puro, X.An.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.HP 7.9.5
sequedad op. γλυκύτης οἴνου Pl.Tht.178c.
II de pers.
1 sequedad τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3
austeridad πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.Sac.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.
2 severidad πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465.

Greek Monotonic

αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτητα, δριμύτητα, οἴνου, σε Ξεν.· μεταφ., τραχύτητα, στριφνότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αὐστηρότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус (οἴνου Xen. и περὶ οἴνου Plat.);
2) суровость, резкость, желчность (τοῦ γήρως Plat.).

Middle Liddell

[From αὐστηρός
harshness, roughness, οἴνου Xen.: metaph. austerity, harshness, Plat.