γηροκόμος

Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek (Liddell-Scott)

γηροκόμος: -ον, (κομέω) ὁ περιθάλπων τὸ γῆρας, χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· δαίμων ἀντ᾿ἐμέθεν ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin de la vieillesse.
Étymologie: γῆρας, κομέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): γηρω- Lib.Decl.49.25

• Morfología: [gen. ép. -οιο Hes.Th.605]
I 1atendido en la vejez γενέτας IMEG 67.6 (II a.C.).
2 que cuida en la vejez ἔσῃ τ' ἐμοὶ εἰς κηδεμόνα καὶ γηροκόμον I.AI 1.231, cf. Lib.l.c., θυγατέρες ITomis 174.9 (II/III d.C.), χείρ IG 22.7447.14 (II d.C.), φροντίσι γηροκόμοισιν con solícitas preocupaciones por el anciano (padre), Opp.H.5.85, γεροκόμοι ἐλπίδες esperanzas que dan aliento en la vejez Gr.Naz.M.35.928A, cf. A.D.Pron.5.6.
II subst. ὁ γ.
1 persona que cuida en la vejez χήτει γηροκόμοιο sin tener quien cuide en la vejez Hes.l.c.
2 necesidad de atención en la vejez ἡμῖν τε ὁ γ. ἐγγύς Alciphr.2.13.3.

Greek Monolingual

γηροκόμος, ο, η (Α γηροκόμος, -ον
Μ γηροκόμος, ο, η)
αυτός που φροντίζει τους γέρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -κόμος < κομώ].

Greek Monotonic

γηροκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γηροκόμος: Hes. = γηροβοσκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηροκόμος -ον γῆρας, κομέω oude mensen verzorgend.

Middle Liddell

κομέω
tending old age, Hes.