γηροβοσκός

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροβοσκός Medium diacritics: γηροβοσκός Low diacritics: γηροβοσκός Capitals: ΓΗΡΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: gēroboskós Transliteration B: gēroboskos Transliteration C: girovoskos Beta Code: ghrobosko/s

English (LSJ)

γηροβοσκόν, (βόσκω) nourishing or taking care of in old age, esp. one's parents, S.Aj.570, Hyp.Fr.233; γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω… ταῖδα E.Supp.923 (lyr.); γ. ἀποδιδόναι χάριτας D.H.8.47; γ. ἐλπίδες hopes of such nurture, ib.51: Subst., X.Oec.7.12.

Spanish (DGE)

-όν
1 de pers. que alimenta, cuida o se ocupa de los ancianos padres y familiares ὥς σφιν γένηται γ. S.Ai.570, γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω ... παῖδα E.Supp.923, cf. Hyp.Fr.233, de una esclava para con su ama POxy.3555.8 (I/II d.C.)
subst. συμμάχων καὶ γηροβοσκῶν ὅτι βελτίστων τυγχάνειν X.Oec.7.12.
2 de abstr. consistente en el cuidado de la vejez (μητρί) ἀποδοῦναι τὰς γηροβοσκοὺς χάριτας D.H.8.47, ἐλπίδες D.H.8.51.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prend soin de ses parents dans leur vieillesse.
Étymologie: γῆρας, βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηροβοσκός -όν γῆρας, βόσκω oude mensen verzorgend.

German (Pape)

im Alter, bes. die Eltern ernährend, Soph. Aj. 570; Eur. Suppl. 948; Xen. Oec. 17.12; Hyperid. bei Poll. 2.14; τῇ μητρὶ ἀποδοῦναι γηροβοσκοὺς χάριτας Dion.Hal. 8.47; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden, 8.51.

Russian (Dvoretsky)

γηροβοσκός: покоящий (чью-л.) старость, кормилец на старости лет Soph., Eur.

Greek Monolingual

γηροβοσκός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του
2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» — ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -βοσκός < βόσκω.

Greek Monotonic

γηροβοσκός: -όν (βόσκω), αυτός που τρέφει ή περιποιείται κάποιον γέρο, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

γηροβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ τρέφων ἢ περιθάλπων τινὰ ἐν τῷ γήρατι, ἰδίως τοὺς γονεῖς, Σοφ. Αἴ. 570· γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω… παῖδα Εὐρ. Ἱκέτ. 923· γ. χάριτες, ἡ εὐγωνμοσύνη, ἣν δεικνύει τις διὰ τῆς τοιαύτης περιθάλψεως, Διον. Ἁλ. 8. 47· γ. ἐλπίδες, αἱ ἐλπίδες τῆς τοιαύτης περιθάλψεως, αὐτόθι 51.

Middle Liddell

βόσκω
feeding or tending in old age, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

cherishing in old age, cherishing parents in old age

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)