γηροβοσκός
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
γηροβοσκόν, (βόσκω) nourishing or taking care of in old age, esp. one's parents, S.Aj.570, Hyp.Fr.233; γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω… ταῖδα E.Supp.923 (lyr.); γ. ἀποδιδόναι χάριτας D.H.8.47; γ. ἐλπίδες hopes of such nurture, ib.51: Subst., X.Oec.7.12.
Spanish (DGE)
-όν
1 de pers. que alimenta, cuida o se ocupa de los ancianos padres y familiares ὥς σφιν γένηται γ. S.Ai.570, γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω ... παῖδα E.Supp.923, cf. Hyp.Fr.233, de una esclava para con su ama POxy.3555.8 (I/II d.C.)
•subst. συμμάχων καὶ γηροβοσκῶν ὅτι βελτίστων τυγχάνειν X.Oec.7.12.
2 de abstr. consistente en el cuidado de la vejez (μητρί) ἀποδοῦναι τὰς γηροβοσκοὺς χάριτας D.H.8.47, ἐλπίδες D.H.8.51.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prend soin de ses parents dans leur vieillesse.
Étymologie: γῆρας, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηροβοσκός -όν γῆρας, βόσκω oude mensen verzorgend.
German (Pape)
im Alter, bes. die Eltern ernährend, Soph. Aj. 570; Eur. Suppl. 948; Xen. Oec. 17.12; Hyperid. bei Poll. 2.14; τῇ μητρὶ ἀποδοῦναι γηροβοσκοὺς χάριτας Dion.Hal. 8.47; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden, 8.51.
Russian (Dvoretsky)
γηροβοσκός: покоящий (чью-л.) старость, кормилец на старости лет Soph., Eur.
Greek Monolingual
γηροβοσκός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του
2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» — ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -βοσκός < βόσκω.
Greek Monotonic
γηροβοσκός: -όν (βόσκω), αυτός που τρέφει ή περιποιείται κάποιον γέρο, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
γηροβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ τρέφων ἢ περιθάλπων τινὰ ἐν τῷ γήρατι, ἰδίως τοὺς γονεῖς, Σοφ. Αἴ. 570· γηροβοσκὸν οὐκ ἔχω… παῖδα Εὐρ. Ἱκέτ. 923· γ. χάριτες, ἡ εὐγωνμοσύνη, ἣν δεικνύει τις διὰ τῆς τοιαύτης περιθάλψεως, Διον. Ἁλ. 8. 47· γ. ἐλπίδες, αἱ ἐλπίδες τῆς τοιαύτης περιθάλψεως, αὐτόθι 51.
Middle Liddell
βόσκω
feeding or tending in old age, Soph., Eur.