δικτυβόλος

Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A a fisherman, ib.105 (Apollonid.), Opp.H.4.578.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der Netzwerfer, Fischer; Apollnd. 7 (VI, 105); Opp. H. 4, 578.

Greek (Liddell-Scott)

δικτῠβόλος: -ον, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 105, Ὀππ. Ἁλ. 4. 578.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette le filet, pêcheur.
Étymologie: δίκτυον, βάλλω.

Spanish (DGE)

(δικτῠβόλος) -ου, ὁ pescador, AP 6.4 (Leon.), 6.105 (Apollonid.), 9.370 (Tib.Ill.), Opp.H.4.578.

Greek Monolingual

δικτυβόλος και δικτυοβόλος, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)].

Greek Monotonic

δικτῠβόλος: -ον (βάλλω), ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικτῠβόλος: ὁ забрасывающий сеть, т. е. рыболов Anth.

Middle Liddell

δικτῠ-βόλος, ον adj βάλλω
a fisherman, Anth.