δορπέω

Revision as of 21:23, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A take supper, Il.23.11, Od.8.539.

German (Pape)

[Seite 659] zu Abendessen, vgl. δόρπον. Bei Homer δορπέω fünfmal. Iliad. 23, 11 δορπήσομεν; Odyss. 8, 539 δορπέομεν; 7, 215 δορπῆσαι, var. lect. δειπνῆσαι, s. Scholl.; 15, 302 ἐδόρπεον 3. plur. und δορπήτην, unregelmäßig statt δορπείτην.

Greek (Liddell-Scott)

δορπέω: μέλλ. -ήσω, δειπνῶ, τρώγω τὸ ἑσπερινὸν φαγητόν, Ἰλ. Ψ. 11, Ὀδ. Θ. 539.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souper.
Étymologie: δόρπον.

English (Autenrieth)

fut. -ήσομεν, ipf. 3 du. δορπείτην: sup.

Spanish (DGE)

cenar δορπήσομεν ἐνθάδε πάντες Il.23.11, cf. Od.8.539, 15.302, Q.S.6.185
tb. en v. med., Poll.6.102.

Greek Monotonic

δορπέω: μέλ. -ήσω (δόρπον), δειπνώ, παίρνω δείπνο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δορπέω: ужинать Hom.

Middle Liddell

δορπέω, fut. -ήσω δόρπον
to take supper, Hom.