δυσσεβέω

Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A to be ungodly, S.Tr.1245; οἱ δυσσεβοῦντες A.Eu.910, E.Med.755.

German (Pape)

[Seite 688] gottlos sein, Aesch. Eum. 870 u. sonst bei Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσεβέω: εἶμαι δυσσεβής, σκέπτομαι ἢ ἐνεργῶ ἀσεβῶς, Σοφ. Τρ. 1245· οἱ δυσσεβοῦντες Αἰσχύλ. Εὐμ. 910, Εὐρ. Μηδ. 755.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
être impie.
Étymologie: δυσσεβής.

Spanish (DGE)

1 actuar impíamente, ser impío δυσσεβοῦντα τῶν ἐναντίων κρατεῖν S.Fr.85.2, cf. Tr.1245, ἃ τοῖσι δυσσεβοῦσι γίγνεται βροτῶν E.Med.755, δυσσεβεῖν ἔμοιγε δοκέουσι καὶ θεοὺς οὔτ' εἶναι νομίζειν Hp.Morb.Sacr.1, ὁ δυσσεβῶν Trag.Adesp.486.4, cf. LXX 2Ma.6.13, πρὸς μοιχείαν δὲ ὁρμῶν δυσσεβεῖ Hom.Clem.19.21, δυσσεβοῦντες καὶ παρανομοῦντες Thdt.Is.20.50, cf. Heraclit.All.18, Lib.Ep.221.3, Pamph.Mon.Soter.154
c. εἰς y ac. εἰς ἀδελφοὺς δυσσεβεῖν ser impío para con los hermanos Them.Or.6.72d.
2 c. ac. int. hablar irreverentemente, predicar doctrinas impías τὰ ὅμοια πείσονται οἱ τὰ ὅμοια δυσσεβήσαντες Eus.Is.14.26-27, ἄλλα δὲ τοιουτότροπά φησιν αὐτὸν δυσσεβῆσαι Philost.HE 8.3, en v. pas. ἐχωρήσαμεν ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν τῶν δυσσεβηθέντων αὐτῷ hemos procedido al examen de cuantas impiedades han sido expuestas por él Euagr.Schol.HE 1.4, cf. Phot.Bibl.277a41.

Greek Monotonic

δυσσεβέω: μέλ. -ήσω, σκέπτομαι ή ενεργώ με ασέβεια, ιεροσυλώ, βλασφημώ, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

δυσσεβέω: поступать нечестиво, быть нечестивым Trag.

Middle Liddell

δυσσεβέω, fut. -ήσω
to think or act ungodly, Trag. [from δυσσεβής