δυσσεβέω
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
to be ungodly, S.Tr.1245; οἱ δυσσεβοῦντες A.Eu.910, E.Med.755.
Spanish (DGE)
1 actuar impíamente, ser impío δυσσεβοῦντα τῶν ἐναντίων κρατεῖν S.Fr.85.2, cf. Tr.1245, ἃ τοῖσι δυσσεβοῦσι γίγνεται βροτῶν E.Med.755, δυσσεβεῖν ἔμοιγε δοκέουσι καὶ θεοὺς οὔτ' εἶναι νομίζειν Hp.Morb.Sacr.1, ὁ δυσσεβῶν Trag.Adesp.486.4, cf. LXX 2Ma.6.13, πρὸς μοιχείαν δὲ ὁρμῶν δυσσεβεῖ Hom.Clem.19.21, δυσσεβοῦντες καὶ παρανομοῦντες Thdt.Is.20.50, cf. Heraclit.All.18, Lib.Ep.221.3, Pamph.Mon.Soter.154
•c. εἰς y ac. εἰς ἀδελφοὺς δυσσεβεῖν ser impío para con los hermanos Them.Or.6.72d.
2 c. ac. int. hablar irreverentemente, predicar doctrinas impías τὰ ὅμοια πείσονται οἱ τὰ ὅμοια δυσσεβήσαντες Eus.Is.14.26-27, ἄλλα δὲ τοιουτότροπά φησιν αὐτὸν δυσσεβῆσαι Philost.HE 8.3, en v. pas. ἐχωρήσαμεν ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν τῶν δυσσεβηθέντων αὐτῷ hemos procedido al examen de cuantas impiedades han sido expuestas por él Euagr.Schol.HE 1.4, cf. Phot.Bibl.277a41.
German (Pape)
[Seite 688] gottlos sein, Aesch. Eum. 870 u. sonst bei Tragg.
French (Bailly abrégé)
δυσσεβῶ :
seul. prés.
être impie.
Étymologie: δυσσεβής.
Russian (Dvoretsky)
δυσσεβέω: поступать нечестиво, быть нечестивым Trag.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσεβέω: εἶμαι δυσσεβής, σκέπτομαι ἢ ἐνεργῶ ἀσεβῶς, Σοφ. Τρ. 1245· οἱ δυσσεβοῦντες Αἰσχύλ. Εὐμ. 910, Εὐρ. Μηδ. 755.
Greek Monotonic
δυσσεβέω: μέλ. -ήσω, σκέπτομαι ή ενεργώ με ασέβεια, ιεροσυλώ, βλασφημώ, σε Τραγ.
Middle Liddell
δυσσεβέω, fut. -ήσω
to think or act ungodly, Trag. [from δυσσεβής