εἰσάπαξ

Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[σᾰ],

   A = εἰς ἅπαξ, at once, once for all, Hdt.6.125, A.Pr.750, Th.5.85, etc.

German (Pape)

[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαξ, wie es auch geschrieben wird, für Einmal, auf Einmal; Her. 6, 125; Plat. Soph. 247 e; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν Aesch. Pr Om. 752.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσάπαξ: ἀντὶ τοῦ εἰς ἅπαξ, ἅπαξ διὰ παντός, ἐφάπαξ, Ἡρόδ. 6. 125, Αἰσχύλ. Πρ. 750, Θουκ. 5. 85, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 une fois pour toutes;
2 une seule fois.
Étymologie: εἰς, ἅπαξ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.125

• Prosodia: [-σᾰ-]
adv.
1 una sola vez δωρέεται χρυσῷ τὸν ἂν δύνηται ... ἐξενείκασθαι ἐ. Hdt.l.c., οὐ γὰρ εἰ. ἐρῶ E.Andr.943
adnom. καὶ τῆς εἰ. προέσεως y durante una sola, e.d. en la misma emisión Arist.GA 739a10.
2 de una vez, de una vez por todas κρεῖσσον ... εἰ. θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς A.Pr.750, εἰ. γὰρ αὐτὸ λήμψῃ pues lo recibirás todo de una vez el alquiler POxy.1294.14 (II d.C.), cf. Ammon.Diff.16, PStras.142.18 (IV d.C.), ὁ δὲ πεπληρωμένος εἰ. Iambl.Protr.17, πάντα ... ἀθρόως εἰ. εἰπεῖν ἀμήχανον es imposible contar todo en su conjunto, de una vez Basil.Ep.28.1, εἰ. ἐπιτυχεῖν τὰ προσήκοντα Lib.Ep.Basil.1.2.

Greek Monolingual

εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α)
επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός.

Greek Monotonic

εἰσάπαξ: αντί εἰς ἅπαξ, με τη μια, μια και καλή, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσάπαξ: ион. и староатт. ἐσάπαξ adv. тж. раздельно
1) (всего) один раз, однажды, однократно (γίγνεσθαι Arst.): ὃς οὐκ ἂν εἵλετ᾽ εἰ. εἰπεῖν Soph. который беспрестанно повторял (досл. не довольствовался однократным высказыванием);
2) раз навсегда (κρεῖσσον εἰ. θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς Aesch.);
3) зараз, в один прием (ἐξενείκασθαί τι Her.; εἰ. ἔπιεν ἐλέφας τέσσαρας καὶ δέκα μετρητάς Arst.).

Middle Liddell


for εἰς ἅπαξ at once, once for all, Hdt., attic