εἰσάπαξ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
[σᾰ], = εἰς ἅπαξ, at once, once for all, Hdt.6.125, A.Pr.750, Th.5.85, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.125
• Prosodia: [-σᾰ-]
adv.
1 una sola vez δωρέεται χρυσῷ τὸν ἂν δύνηται ... ἐξενείκασθαι ἐ. Hdt.l.c., οὐ γὰρ εἰ. ἐρῶ E.Andr.943
•adnom. καὶ τῆς εἰ. προέσεως y durante una sola, e.d. en la misma emisión Arist.GA 739a10.
2 de una vez, de una vez por todas κρεῖσσον ... εἰ. θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς A.Pr.750, εἰ. γὰρ αὐτὸ λήμψῃ pues lo recibirás todo de una vez el alquiler POxy.1294.14 (II d.C.), cf. Ammon.Diff.16, PStras.142.18 (IV d.C.), ὁ δὲ πεπληρωμένος εἰ. Iambl.Protr.17, πάντα ... ἀθρόως εἰ. εἰπεῖν ἀμήχανον es imposible contar todo en su conjunto, de una vez Basil.Ep.28.1, εἰ. ἐπιτυχεῖν τὰ προσήκοντα Lib.Ep.Basil.1.2.
German (Pape)
[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαξ, wie es auch geschrieben wird, für Einmal, auf Einmal; Her. 6, 125; Plat. Soph. 247 e; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν Aesch. Pr Om. 752.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 une seule fois.
Étymologie: εἰς, ἅπαξ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσάπαξ: ион. и староатт. ἐσάπαξ adv. тж. раздельно
1 (всего), один раз, однажды, однократно (γίγνεσθαι Arst.): ὃς οὐκ ἂν εἵλετ᾽ εἰ. εἰπεῖν Soph. который беспрестанно повторял (досл. не довольствовался однократным высказыванием);
2 раз навсегда (κρεῖσσον εἰ. θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς Aesch.);
3 зараз, в один прием (ἐξενείκασθαί τι Her.; εἰ. ἔπιεν ἐλέφας τέσσαρας καὶ δέκα μετρητάς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάπαξ: ἀντὶ τοῦ εἰς ἅπαξ, ἅπαξ διὰ παντός, ἐφάπαξ, Ἡρόδ. 6. 125, Αἰσχύλ. Πρ. 750, Θουκ. 5. 85, κτλ.
Greek Monolingual
εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α)
επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός.
Greek Monotonic
εἰσάπαξ: αντί εἰς ἅπαξ, με τη μια, μια και καλή, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
for εἰς ἅπαξ at once, once for all, Hdt., Attic