ἡ,
A v. ἐνεσία.
ἐννεσία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἐνεσία.
ἐννεσία, η (Α)επικ. τ. αντί ενεσίαπροτροπή, υπόδειξη, συμβουλή, εισήγηση («κείνης ἐννεσίῃσι» — με τις προτροπές εκείνης, Ομ. Ιλ.).
ἐννεσία: ἡ, Επικ. αντί ἐνεσία.
ἐννεσία, ἡ, [epic for ἐνεσία