ἐννεσία

Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. ἐνεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεσία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἐνεσία.

Greek Monolingual

ἐννεσία, η (Α)
επικ. τ. αντί ενεσία
προτροπή, υπόδειξη, συμβουλή, εισήγηση («κείνης ἐννεσίῃσι» — με τις προτροπές εκείνης, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐννεσία: ἡ, Επικ. αντί ἐνεσία.

Middle Liddell

ἐννεσία, ἡ, [epic for ἐνεσία