ἐννεσία

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεσία Medium diacritics: ἐννεσία Low diacritics: εννεσία Capitals: ΕΝΝΕΣΙΑ
Transliteration A: ennesía Transliteration B: ennesia Transliteration C: ennesia Beta Code: e)nnesi/a

English (LSJ)

ἡ, v. ἐνεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεσία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἐνεσία.

Greek Monolingual

ἐννεσία, η (Α)
επικ. τ. αντί ενεσία
προτροπή, υπόδειξη, συμβουλή, εισήγηση («κείνης ἐννεσίῃσι» — με τις προτροπές εκείνης, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐννεσία: ἡ, Επικ. αντί ἐνεσία.

Middle Liddell

ἐννεσία, ἡ, [epic for ἐνεσία