ἐπιλιπής

Revision as of 22:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

(A), ές,

   A = ἐπίλοιπος, Plu.Sull.7.    II. defective, wanting, interpol. in Sor.2.53, Hsch.
ἐπιλῐπής (B), ές, (λίπος)

   A fatty, Heliod. ap. Orib.46.22.4.

German (Pape)

[Seite 958] ές, = ἐλλιπής, Hesych.; = ἐπίλοιπος, Plut. Sull. 7; bei Chirurg. vett. = ὑπολιπής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλῐπής: -ές, = ἐλλιπής, Πλουτ. Σύλλ. 7 (ἢ ὡς ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ Schäf., = ἐπίλοιπος), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
qui manque.
Étymologie: ἐπιλείπω.

Greek Monolingual

ἐπιλιπής, -ές (Α)
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λιπής (< λείπω) (πρβλ. ελλιπής, σαρκολιπής)].

Greek Monotonic

ἐπιλῐπής: -ὲς (ἐπιλείπω II), = ἐλλιπής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλῐπής: оставшийся (невыполненным) (πράξεις Plut.).

Middle Liddell

ἐπιλῐπής, ές ἐπιλείπω II] = ἐλλιπής, Plut.]