ἐπίλοιπος
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἐπίλοιπον,
A still left, remaining, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους Καμβύσῃ ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Hdt.3.67: freq. in plural, c. gen., αἱ ἐ. τῶν πολίων Id.6.33; τὰ ἐπίλοιπα τοῦ λόγου Id.4.154; τἀπ. τῶν λόγων S. Ph.24, etc.; τἀπίλοιπ' ἄκουσον E.Tr.923, cf. Pl.Cra.397a; ἡ 'πίλοιπος ὁδός E.Ph.842; τί οὖν ἦν ἐπίλοιπον; And.1.87.
2. of time, future, χρόνος Hdt.2.13, Pl.Lg.628a, etc.; ἁμέραι ἐ. Pi.O.1.33; βίος Antipho Fr.67, Lys.2.71, Pl.Lg.929e.
German (Pape)
[Seite 959] übrig gelassen, noch übrig, Pind. Ol. 1, 33; τἀπίλοιπα τῶν λόγων Soph. Phil. 24; τἀπίλοιπ' ἄκουσον Eur. Tr. 923, öfter; χρόνος, die noch übrige, folgende Zeit, Her. 3, 67, wie Plat. Legg. I, 628 a; τοῦ ἐπιλοίπου βίου Lys. 2, 71, wie Plat. Rep. VII, 540 b u. Folgde überall. Über das fem. ἐπιλοίπη s. Lobeck paralip. 472.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reste, restant : τἀπίλοιπα τῶν λόγων SOPH le reste des paroles ; χρόνος ἐπίλοιπος HDT temps à venir;
NT: qui est en surplus.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλοιπος: остающийся, остальной, прочий (αἱ ἐπίλοιποι τῶν πολίων Her.): μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἔς τι Her. в течение семи месяцев, остававшихся до чего-л.; τἀπίλοιπα (= τὰ ἐπίλοιπα) τῶν λόγων Soph. то, что осталось сказать; ἐνθένδε τἀπίλοιπ᾽ ἄκουσον ὡς ἔχει Eur. а теперь послушай, что случилось дальше; τὸν πάντα χρόνον τὸν ἐπίλοιπον Her. в течение всего последующего времени; βίος ἐ. Lys., Plat. остаток жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλοιπος: -ον, ὁ ὑπολειφθείς, ὑπόλοιπος, μένων, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους Καμβύσῃ ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Ἡρόδ. 3. 67· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ γεν., αἱ ἐπ. τῶν πολίων 6. 33· τὰ ἐπ. τοῦ λόγου 4. 154· τἀπ. τῶν λόγων Σοφ. Φ. 24, κτλ.· τἀπίλοιπα Εὐρ. Τρῳ. 923· ἡ ’πίλοιπος ὁδὸς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 842· τί οὖν ἐπίλοιπον; Ἀνδοκ. 12. 2. 2) ἐπὶ χρόνου, τὸ μέλλον, χρόνος Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ. Νόμοι 628Α, κτλ.· ἡμέραι ἐπ. Πινδ. Ο. 1. 53· βίος Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 525Β, Πλάτ. Νόμοι 929Ε.
English (Slater)
ἐπῐλοιπος, -ον future, to come ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.33)
English (Strong)
from ἐπί and λοιποί; left over, i.e. remaining: rest.
English (Thayer)
ἐπίλοιπον (λοιπός), remaining besides, left over (cf. ἐπί, D. 4): Sept.; Greek writings from Herodotus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) επιλείπω
ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῖς θείς», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπίλοιπος: -ον, 1. αυτός που έχει απομείνει, υπόλοιπος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για χρόνο, αυτό που έρχεται, που πρόκειται να έρθει, το μέλλον, χρόνος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐπί-λοιπος, ον
1. still left, remaining, Hdt., Attic
2. of time, to come, future, χρόνος Hdt., Plat., etc.
Chinese
原文音譯:™p⋯loipoj 誒披-睞坡士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-缺乏
字義溯源:餘下的,餘剩的,其餘的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(λοιπός)=其餘的)組成;而 (λοιπός)出自(λείπω)*=缺少,留下)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 餘下的(1) 彼前4:2