ἐπιπάλλω

Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».

French (Bailly abrégé)

brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.

Greek Monolingual

ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».

Greek Monotonic

ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπάλλω: размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων Ἄρης Aesch.).

Middle Liddell

to brandish at or against, Aesch.