ἐπωθέω

Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A push on, impel, ἐπὶ ῥίον ὦσεν ἄναξ h.Ap.382, cf. Arist.Mete. 370b23, Pr.915a2, Arr.Tact.16.13 ; ἐ. ὁρμήν Agatharch.14 ; παχὺν ἐ. τῷ σιδήρῳ τὸν κοντόν dub.l. in Plu.Crass.27.    2 Pass., of tumours, to be brought to a head, v.l. in Hp.Epid.7.105.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ὠθέω), dahin, dazu stoßen, drängen, ὄπισθεν Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωθέω: ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27·

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐπώσω;
pousser sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ὠθέω.

Greek Monotonic

ἐπωθέω: μέλ. -ήσω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, μπήγω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωθέω: (fut. ἐπώσω)1) толкать, ударять (ὄπισθεν Arst.);
2) втыкать, вонзать (κοντὸν εἴς τινα Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to push on, thrust in, Plut.