θανάτωσις

Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting to death, Th.5.9; καταδίκαι καὶ -σεις πολιτῶν Plu.2.291c.

German (Pape)

[Seite 1186] ἡ, das Tödten, das Aussprechen des Todesurtheils u. die Hinrichtung, Thuc. 5, 9; ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Plut. qu. Rom. 113.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνάτωσις: -εως, ἡ, θανάτωμα, φόνος, ἄνευ ἀνδραποδισμοῦ ἢ θανατώσεως Θουκ. 5. 9. II. καταδίκη εἰς θάνατον, ἐπιβολὴ θανατικῆς ποινῆς, ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Πλούτ. 2. 291C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 condamnation à mort;
2 exécution capitale.
Étymologie: θανατόω.

Greek Monotonic

θᾰνάτωσις: -εως, ἡ, θανάτωση, φόνος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνάτωσις: εως (νᾰ) ἡ
1) предание смерти, казнь Thuc.;
2) осуждение на смерть, смертный приговор Plut.

Middle Liddell

θᾰνάτωσις, εως [from θᾰνᾰτόω]
a putting to death, Thuc.