θερμότης

Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ητος, ἡ, (θερμός)

   A heat, Hp.VM16, Pl.R.335d, etc.: pl., Id.Cra.432c, Diocl.Fr.112.    II metaph., heat, passion, τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her.12b; ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b.

German (Pape)

[Seite 1202] ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν θ. Ath. I, 1 b.

Greek (Liddell-Scott)

θερμότης: -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, θέρμη, Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., ἔξαψις, ὀργή, πάθος, τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722· ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμός.

Greek Monotonic

θερμότης: -ητος, ἡ (θερμός), ζεστασιά, θερμότητα, Λατ. calor, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θερμότης: ητος ἡ тж. pl. тепло, теплота, жар Plat., Arst.

Middle Liddell

θερμότης, ητος, θερμός
heat, Lat. calor, Plat.