ζεστασιά

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source

Greek Monolingual

η
1. θερμοκρασία ανεκτή και ευχάριστη, θαλπωρή («κι έχυνε στο κατάστρωμα του κρεβατιού τη ζεστασιά»)
2. φιλικό και γεμάτο αγάπη περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέσταση + κατάλ. -ιά].