θρέττε

Revision as of 23:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

τό,= τὸ θρασύ, οὐκ ἔνι μοι τὸ θ., barbarism in Ar.Eq.17.

German (Pape)

[Seite 1217] τό, bei Ar. Equ. 17, komisch gebildetes Wort, Schol. θαρσαλέον, Hesych. ἀνδρεῖον, ἔστι δὲ ἀμετάφραστον, Droys. "Vorwärts, mit Anklang an das Trompetenschmettern".

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
hardiesse.
Étymologie: cf. θρασύς.

Greek Monolingual

θρέττε, τὸ (Α)
το θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βαρβαρισμός για το θάρρος].

Greek Monotonic

θρέττε: τό, στον Αριστοφ., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, δεν έχω θάρρος· βαρβαρισμός αντί τὸ θράσος.

Russian (Dvoretsky)

θρέττε: τό indecl. шутл. бодрость, смелость: οὐκ ἔνι μοι τὸ θ. Arph. у меня не хватает духу.

Middle Liddell


in Ar., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, the spirit's not in me; a barbarism for τὸ θράσος.