ἱπποτοξότης

Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mounted bowman horse-archer, Hdt.9.49,4.46; employed as police at Athens, Th.2.13,Lys.15.6: Com., ἱέρακας ἱ. Ar.Av.1179.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, Bogenschütze zu Pferde; Her. 9, 49; Ar. Av. 1175; Thuc. 2, 96; Lys. 15, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτοξότης: -ου, ὁ, ἔφιππος τοξότης, ὡς οἱ Πέρσαι, Ἡρόδ. 9. 49· οἱ Σκύθαι ὁ αὐτ. 4. 46· οἱ Γέται, Θουκ. 2. 96· - ὡς φαίνεται, ὡσαύτως εἶδος ψιλοῦ ἱππικοῦ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1179, Λυσίας 144. 39· οὕτω, τοξότης ἀφ’ ἵππων Κρὴς Πλάτ. Νόμ. 834D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
archer à cheval.
Étymologie: ἵππος, τοξότης.

Greek Monolingual

ἱπποτοξότης, ὁ (Α)
ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τοξότης (< τόξον)].

Greek Monotonic

ἱπποτοξότης: -ου, ὁ, έφιππος τοξότης, τοξότης πάνω σε άλογο, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποτοξότης: ου ὁ конный лучник, конный стрелок Her., Thuc., Arph., Lys., Plut.

Middle Liddell

ἱππο-τοξότης, ου,
a mounted bowman, horse-archer, Hdt., Thuc.