πρέσβιστος

Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς,

   A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.

German (Pape)

[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.

French (Bailly abrégé)

v. πρέσβυς.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. του πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος της γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -ει-].

Greek Monotonic

πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρέσβυς, ο μεγαλύτερος, ο πιο σεβαστός, ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβιστος superl. van πρέσβυς.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβιστος: HH, Aesch., Soph., Plat. superl. к πρέσβυς I.

Middle Liddell

πρέσβιστος, η, ον poet. Sup. of πρέσβυς
eldest, most august, most honoured, Hhymn., Aesch.