πρήγιστος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρήγιστος Medium diacritics: πρήγιστος Low diacritics: πρήγιστος Capitals: ΠΡΗΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: prḗgistos Transliteration B: prēgistos Transliteration C: prigistos Beta Code: prh/gistos

English (LSJ)

(v. πρεῖγυς,), GDI3742.4 (Cos).

Greek (Liddell-Scott)

πρήγιστος: βουλῆς· (= πρέσβιστος), ὡς ὁ ἐν Σπάρτῃ πρέσβυς γερόντων, Ἐπιγρ. Ἱεραπυτν. Κρήτης τῶν μ. Χρ. Ῥωμ. χρόνων CIG 2562.

Greek Monolingual

και πρίγιστος, -η, -ον, Α
βλ. πρέσβιστος.