προερέσσω

Revision as of 00:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A row forwards, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (sc. τὴν ναῦν) Od. 13.279, cf. Ael.NA13.19.

German (Pape)

[Seite 721] vorwärts od. weiter rudern, ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279. S. προερύω.

Greek (Liddell-Scott)

προερέσσω: διὰ κωπηλασίας φέρω τὸ πλοῖον εἴς τι μέρος, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (ἐξυπακ. τὴν ναῦν) Ὀδ. Ν. 279· πρβλ. προερύω 2.

French (Bailly abrégé)

1 intr. ramer en avant;
2 tr. faire avancer à force de rames, acc..
Étymologie: πρό, ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

aor. προέρεσσα: row forward.

Greek Monolingual

Α
1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά
2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐρέσσω «κωπηλατώ»].

Greek Monotonic

προερέσσω: αόρ. βʹ -ήρεσα, Επικ. -έρεσσα, κωπηλατώ από πριν, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προερέσσω Ion. voor προερέττω.

Russian (Dvoretsky)

προερέσσω: 1) плыть на веслах вперед (ἐς λιμένα Hom.);
2) продвигать (τὴν ναῦν ἐρετμοῖς Hom.).

Middle Liddell

aor2 -ήρεσα epic -έρεσσα
to row forwards, Hom.