πρόβημα

Revision as of 00:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a step forward, Ar.Pl.759.

German (Pape)

[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.

Greek Monolingual

τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.

Greek Monotonic

πρόβημα: -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.

Russian (Dvoretsky)

πρόβημα: ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.

Middle Liddell

πρό-βημα, ατος, τό, προβαίνω
a step forward, Ar.