προευλαβέομαι

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

aor. -ηυλαβήθην,

   A take heed, be cautious beforehand, D.25.95.

German (Pape)

[Seite 722] dep. pass., sich vorher wohl in Acht nehmen, μὴ περιμείναντάς τι παθεῖν, ἀλλὰ προευλαβηθέντας, Dem. 25, 95.

Greek (Liddell-Scott)

προευλᾰβέομαι: ἀόρ. -εὐλαβήθην· ἀποθ.· ― προσέχω, γίνομαι προσεκτικὸς ἐκ τῶν προτέρων, Δημ. 798 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se tenir d’avance sur ses gardes, prendre ses précautions.
Étymologie: πρό, εὐλαβέομαι.

Greek Monotonic

προευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ευλαβήθην· αποθ., προσέχω, γίνομαι προσεκτικός από πριν, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προευλᾰβέομαι: (part. aor. προευλαβηθείς) заранее остерегаться, принимать меры предосторожности Dem.

Middle Liddell

aor1 -ευλαβήθην
Dep.:— to take heed, be cautious beforehand, Dem.