ῥάβδωσις

Revision as of 00:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fluting of columns, etc., IG12.374.194, al., Arist.EN1174a24 (misunderstood by Mich. in EN 552.3), Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B.C.), Aristeas 64,74, J.AJ12.2.9.    II = virgultum, dub. in Gloss.

German (Pape)

[Seite 830] ἡ, wie von ῥαβδόω, die Riefung, Cannelirung der Säulen, striae, κίονος, Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; am Becher, Ios. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάβδωσις: ἡ, ἡ αὐλάκωσις τῶν κιόνων, ἢ κατὰ τὸν Εὐστράτιον, ἡ κατὰ μῆκος πῆξις τοῦ κίονος, ὅταν πρὸς ὀρθὰς γωνίας ἵστηται, ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς κίονος ῥαβδώσεως Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cannelure.
Étymologie: ῥάβδος.

Greek Monotonic

ῥάβδωσις: ἡ (από το ῥαβδόω), ράβδωση, αυλάκωση κιόνων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάβδωσις: εως ἡ прокладывание желобков, каннелирование (ἡ τοῦ κίονος ῥ. Arst.).

Middle Liddell

ῥάβδωσις, εως, [as if from ῥαβδόω]
the fluting of columns, Arist. [cf. ῥαβδωτός