αυλάκωση
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
και αυλακωσιά, η
1. το αυλάκωμα
2. η ράβδωση
3. πληθ. ελικοειδείς ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης πυροβόλου μέσω των οποίων δίνεται περιστροφική κίνηση στο βαλλόμενο βλήμα
4. φάση της εμβρυογένεσης στα ζώα που χαρακτηρίζεται από διαδοχικές μιτώσεις του γονιμοποιημένου αβγού, χωρίς αποχωρισμό των θυγατρικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. στον πληθ., αυλακώσεις, μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φιλ. Ιωάννου].