σμηνοδόκος

Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).

Greek (Liddell-Scott)

σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recueille un essaim d’abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.

Greek Monotonic

σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σμηνοδόκος: обирающий пчелиный рой (γειομόρος Anth.).

Middle Liddell

σμηνο-δόκος, ον, δέχομαι
holding a swarm of bees, Anth.