συναυλέω

Revision as of 01:31, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

(αὐλός)

   A play on the flute at the same time, Luc.Dom.16, Ath.14.617b, Longus 2.35.

German (Pape)

[Seite 1005] mit od. zusammen auf der Flöte blasen; ἐπὶ τῷ τοὺς αὐλητὰς μὴ συναυλεῖν τοῖς χοροῖς, Ath. XIV, 617 a; Luc., de dom. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συναυλέω: συνοδεύω ᾆσμα διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λουκ. περὶ Οἴκ. 16, Ἀθήν. 617Β. ΙΙ. ᾄδω πρὸς αὐλόν, ἢ τονίζω διὰ τὸν αὐλόν, νόμους Χρον. Παρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 49.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jouer de la flûte avec, accompagner avec la flûte, τινι.
Étymologie: σύν, αὐλέω.

Greek Monotonic

συναυλέω: μέλ. -ήσω, συνοδεύω με τον αυλό την εκτέλεση ενός τραγουδιού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met.

Russian (Dvoretsky)

συναυλέω: сопровождать игрой на свирели Luc.

Middle Liddell

fut. ήσω
to accompany on the flute, Luc.