ταλασιουργός

Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία, δηλαδή την κατεργασία του μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον), πρβλ. ιστουργός].

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ (*ἔργω), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται μαλλί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργός: прядущий шерсть (γυνή Plat.).

Middle Liddell

τᾰλᾰσι-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a wool-spinner, Plat.