τριπόδης

Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ,

   A three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].

Greek Monotonic

τρῐπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος τριων ποδιών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόδης: ου adj. m размером в три фута Hes. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.

Middle Liddell

τρῐ-πόδης, ου, ὁ, πούς
three feet long, Hes.