τριγλοφόρος

Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).

Greek (Liddell-Scott)

τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].

Greek Monotonic

τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).

Middle Liddell

τριγλο-φόρος, ον, φέρω
bearing mullets, τρ. χιτών a net for catching them, Anth.