χρυσωρυχεῖον
English (LSJ)
τό,
A gold-mine, Str.3.2.8; also χρῡσωρῠχ-ιον, τό, Agatharch.24. 2book on gold-mining, Olymp.Alch.p.87B.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, Goldgrube, Goldbergwerk, Strab. 5, 1 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωρῠχεῖον: τό, μεταλλεῖον χρυσοῦ, Στράβ. 146· ἀντίθετ. τῷ χρυσοπλύσιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine d’or creusée ou exploitée.
Étymologie: χρυσωρύχος.
Greek Monotonic
χρῡσωρῠχεῖον: τό, χρυσωρυχείο, σε Στράβ.