ὠκυδίνητος
English (LSJ)
[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,
A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].
Greek Monotonic
ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
Middle Liddell
ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.