κοιλόπεδος

Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au fond d’un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.

English (Slater)

κοιλόπεδος
   1 lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)

Greek Monolingual

κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.

Middle Liddell

κοιλό-πεδος, ον πέδον
lying in a hollow, Pind.