κλισίηθεν

Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv.

   A out of or from the hut, Il.1.391, etc.

German (Pape)

[Seite 1455] aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσίηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ καλύβης, Ἰλ. Α. 391, κτλ.· πρβλ. κλισία Ι.

French (Bailly abrégé)

adv.
hors de la tente.
Étymologie: κλισίη, -θεν.

English (Autenrieth)

from the hut, from the barrack.

Greek Monolingual

κλισίηθεν (Α)
επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / -η + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως].

Greek Monotonic

κλῐσίηθεν: επίρρ., έξω από ή από μια καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κλῐσίηθεν: adv. из палатки, из шалаша Hom.

Middle Liddell

out of or from a hut, Il.