λιθοκόπος

Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ὁ,

   A stonecutter, Antipho Soph.92, D.47.65, IG3.307, prob. in 3455.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόπος: ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, κόπτω.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοκόπος)
αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι
μσν.
αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

λῐθοκόπος: ὁ (κόπτω), αυτός που κόβει, που πελεκάει λίθους, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκόπος: ὁ каменотес Dem.

Middle Liddell

λῐθο-κόπος, ὁ, κόπτω
a stone-cutter, Dem.