λιθοθραύστης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. εργάτης που σπάζει πέτρες
2. θραυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].