λυσίγαμος

Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A dissolving marriage, ἀγγελίαι AP5.301.14 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίγᾰμος: -ον, διαλύων τὸν γάμον, Ἀνθ. Π. 5. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rompt ou dissout le mariage.
Étymologie: λύω, γάμος.

Greek Monolingual

λυσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που διαλύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό-γαμος, μελλό-γαμος].

Russian (Dvoretsky)

λῡσίγᾰμος: расторгающий брак (ἀγγελίαι Anth.).

Middle Liddell

λῡσί-γᾰμος, ον
dissolving marriage, Anth.