Ὁμήρειον

Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

τό,

   A shrine of Homer in Smyrna, Str.14.1.37 ; at Delos, Inscr.Délos443 Bb147(ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειον: τό, ὁ ναὸς τοῦ Ὁμήρου ἐν Σμύρνῃ, Στράβ. 646.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
temple d’Homère.
Étymologie: Ὅμηρος.

Greek Monotonic

Ὁμήρειον: τό, ναός του Ομήρου στη Σμύρνη, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμήρειον: τό гомеровское изречение, гомеровская мысль Plat.

Middle Liddell

Ὁμήρειον, ου, τό,
a temple of Homer, Strab.