Σμύρνη

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. Σμύρνα.

Russian (Dvoretsky)

Σμύρνη: ἡ эп.-ион. = Σμύρνα.