Ὁμήρειον
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
τό, shrine of Homer in Smyrna, Str.14.1.37; at Delos, Inscr.Délos443 Bb147(ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temple d'Homère.
Étymologie: Ὅμηρος.
Russian (Dvoretsky)
Ὁμήρειον: τό гомеровское изречение, гомеровская мысль Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Ὁμήρειον: τό, ὁ ναὸς τοῦ Ὁμήρου ἐν Σμύρνῃ, Στράβ. 646.
Greek Monotonic
Ὁμήρειον: τό, ναός του Ομήρου στη Σμύρνη, σε Στράβ.