παλίγκραιπνος
German (Pape)
[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
παλίγκραιπνος, -ον (Α)
πολύ ταχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κραιπνός»ταχύς»].
Greek Monotonic
πᾰλίγκραιπνος: -ον, πολύ γρήγορος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίγκραιπνος: весьма проворный, резвый (πόδες Anth.).