παλίγκραιπνος

Revision as of 05:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

German (Pape)

[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκραιπνος: -ον, σφόδρα ταχύς, π. ποσὶ Ἀνθ. Π. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
très agile.
Étymologie: πάλιν, κραιπνός.

Greek Monolingual

παλίγκραιπνος, -ον (Α)
πολύ ταχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κραιπνός»ταχύς»].

Greek Monotonic

πᾰλίγκραιπνος: -ον, πολύ γρήγορος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγκραιπνος: весьма проворный, резвый (πόδες Anth.).

Middle Liddell

πᾰλίγ-κραιπνος, ον,
very swift, Anth.