παυσίπονος

Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A ending toil or hardship, c. gen., E.IT451 (lyr.), Ar.Ra.1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι Epigr.Gr.244.10 (Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 538] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίπονος: -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui met fin aux peines, aux douleurs.
Étymologie: παύω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / παυσίπονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα
(ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα του πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη
αρχ.
αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + πόνος (πρβλ. λυσί-πονος)].

Greek Monotonic

παυσίπονος: -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παυσίπονος: (ῐ) унимающий страдания (βότρυος ἕλιξ Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.

Middle Liddell

παυσί-πονος, ον,
ending toil or hardship, c. gen., Eur.