περικαταρρέω

Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A fall in and go to ruin, Lys.30.22.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταρρέω: καταρρέω πανταχόθεν καὶ καταστρέφομαι, Λυσ. 185. 20· π. τῇ φθορᾷ Κλήμ. Ἀλ. 89.

French (Bailly abrégé)

s’écrouler de toutes parts.
Étymologie: περί, καταρρέω.

Greek Monolingual

Α
καταρρέω, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι («περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ», Κλήμ.Αλ.).

Greek Monotonic

περικαταρρέω: πέφτω προς τα μέσα και καταρρέω, σε Λυσ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καταρρέω overal instorten.

Russian (Dvoretsky)

περικαταρρέω: низвергаться со всех сторон, обрушиваться (τὰ τείχη περικαταρρέοντα Lys.).

Middle Liddell

to fall in and go to ruin, Lys.