αἱμώδης

Revision as of 06:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ες,

   A bloody, blood-red, Luc.Syr.D.8.    II having the teeth set on edge, Gal.14.523.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμώδης: -ες, (εἶδος) = αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 de color rojo sangre Luc.Syr.D.8.
2 sangrante στόμα Gal.14.523.
3 formado por sangre, de sangre θρόμβοι Ps.Caes.29.8, cf. 139.84, ἡ σαρκικὴ καὶ αἱ. ποιότης Ps.Caes.188.13.

Greek Monotonic

αἱμώδης: -ες (εἶδος), αιματώδης, κόκκινος σαν αίμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμώδης: Luc. = αἱματώδης.

Middle Liddell

εἶδος
bloody, blood-red, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμώδης -ες αἷμα met de kleur van bloed, bloedrood.