γειτόνησις

Revision as of 06:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ, = sq., Luc. Symp.33, Plot.1.2.5.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.

Greek (Liddell-Scott)

γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.

Greek Monotonic

γειτόνησις: -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτόνησις -εως, ἡ γειτονέω nabijheid.