γειτόνημα

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτόνημα Medium diacritics: γειτόνημα Low diacritics: γειτόνημα Capitals: ΓΕΙΤΟΝΗΜΑ
Transliteration A: geitónēma Transliteration B: geitonēma Transliteration C: geitonima Beta Code: geito/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό, neighbourhood, neighbouring place, Alem.116; ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν γ. Pl.Lg.705a, cf. Ael.Ep.13, Procop. Aed.1.11, al., Agath.3.6; τῆς καρδίης καίριον γ. ὁ στόμαχος Aret. CA2.3, cf. CD2.6; proximity, τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω γ. Plot.5.1.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
vecindad, proximidad ἁλμυρὸν τὸ γ. del mar, Alcm.108, cf. Pl.Lg.705a, Ael.Ep.13, γ. πολέμιος Agath.3.6
c. dat. τὸ γ. τῇ αὐλῇ τῇδέ πη ἔχει Procop.Aed.1.11, c. gen. τῆς καρδίης γ. Aret.SA 2.3.3, cf. CA 1.10.2, τῷ γειτονήματι ποταμοῦ Ἴστρου Procop.Aed.4.1, c. prep. πρὸς τὴν κραδίην γ. Aret.SD 2.6.5, τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω γ. la proximidad del alma con lo superior Plot.5.1.3.

German (Pape)

[Seite 478] τό, Nachbarschaft, vom Orte, Plat. Legg. IV, 705 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voisinage d'un lieu, lieu voisin.
Étymologie: γειτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτόνημα -ατος, τό γειτονέω directe omgeving.

Russian (Dvoretsky)

γειτόνημα: ατος τό соседство Plat.

Greek Monolingual

το (AM)
βλ. γειτόνεμα.

Greek Monotonic

γειτόνημα: -ατος, τό, γειτονιά, γειτονικό μέρος, γειτονικός τόπος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γειτόνημα: τό, γειτονία, τόπος γειτονικός, Ἀλκμὰν 62, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 705Α·― ὡσαύτως –ευμα, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6.

Middle Liddell

[from γειτονέω
neighbourhood: a neighbouring place, Plat.