γειτόνημα
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
-ατος, τό, neighbourhood, neighbouring place, Alem.116; ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν γ. Pl.Lg.705a, cf. Ael.Ep.13, Procop. Aed.1.11, al., Agath.3.6; τῆς καρδίης καίριον γ. ὁ στόμαχος Aret. CA2.3, cf. CD2.6; proximity, τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω γ. Plot.5.1.3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
vecindad, proximidad ἁλμυρὸν τὸ γ. del mar, Alcm.108, cf. Pl.Lg.705a, Ael.Ep.13, γ. πολέμιος Agath.3.6
•c. dat. τὸ γ. τῇ αὐλῇ τῇδέ πη ἔχει Procop.Aed.1.11, c. gen. τῆς καρδίης γ. Aret.SA 2.3.3, cf. CA 1.10.2, τῷ γειτονήματι ποταμοῦ Ἴστρου Procop.Aed.4.1, c. prep. πρὸς τὴν κραδίην γ. Aret.SD 2.6.5, τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω γ. la proximidad del alma con lo superior Plot.5.1.3.
German (Pape)
[Seite 478] τό, Nachbarschaft, vom Orte, Plat. Legg. IV, 705 a u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voisinage d'un lieu, lieu voisin.
Étymologie: γειτονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γειτόνημα -ατος, τό γειτονέω directe omgeving.
Russian (Dvoretsky)
γειτόνημα: ατος τό соседство Plat.
Greek Monolingual
το (AM)
βλ. γειτόνεμα.
Greek Monotonic
γειτόνημα: -ατος, τό, γειτονιά, γειτονικό μέρος, γειτονικός τόπος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
γειτόνημα: τό, γειτονία, τόπος γειτονικός, Ἀλκμὰν 62, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 705Α·― ὡσαύτως –ευμα, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6.
Middle Liddell
[from γειτονέω
neighbourhood: a neighbouring place, Plat.