γειτόνησις

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτόνησις Medium diacritics: γειτόνησις Low diacritics: γειτόνησις Capitals: ΓΕΙΤΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: geitónēsis Transliteration B: geitonēsis Transliteration C: geitonisis Beta Code: geito/nhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = γειτονία (neighbourhood, neighborhood, neighbourship, neighbouring region, quarter, ward), Luc. Symp. 33, Plot. 1.2.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτόνησις -εως, ἡ γειτονέω nabijheid.

Russian (Dvoretsky)

γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.

Greek (Liddell-Scott)

γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.

Greek Monotonic

γειτόνησις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Λουκ.