γειτονέω
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
= γειτνιάω, c. dat., A.Pers.311, Supp.780 (lyr.), v.l. in S.OC1525, SIG 685.38 (ii B. C.), Procop.Aed.4.1; γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call. Iamb.1.300: metaph., τὸ σῶμα γειτονῆσαν μετέλαβεν αὐτῆς (sc. ψυχῆς) Plot.3.9.2, cf. 1.2.5.
Spanish (DGE)
ser vecino, estar próximo c. dat. πηγαῖς τε Νείλου γειτονῶν Αἰγυπτίου Φαρνοῦχος A.Pers.311, μέλας γενοίμαν καπνὸς νέφεσσι γειτονῶν Διός A.Supp.780, χώραν ... γειτονοῦσαν ... τῷ ... ἱερῷ ICr.3.4.9.38 (Itanos II a.C.), cf. IUrb.Rom.1220 (II/III d.C.), Procop.Aed.4.1.5, εἴ τις σοφῷ γειτονῶν Plot.1.2.5, cf. 4.3.9
•c. gen. ὁρᾶν κοίτης γειτονέοντα τάφον AP 7.207 (Mel.)
•abs. γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call.Fr.194.104, τὸ σῶμα γειτονῆσαν μετέλαβεν αὐτῆς (ψυχῆς) Plot.3.9.3, τὸ γειτονοῦν la vecindad, los alrededores Gr.Naz.M.36.489B.
German (Pape)
[Seite 478] dasselbe, Aesch. Pers. 309; Plat. Legg. VIII, 842 e; τινί Polit. 271 a; sp. D., wie Mel. 120 (VII, 207).
French (Bailly abrégé)
γειτονῶ :
f. γειτονήσω;
c. γειτονεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γειτονέω γείτων buur zijn van, in de buurt zijn van, met dat.
Russian (Dvoretsky)
γειτονέω: Aesch., Soph., Plat., Anth. = γειτνιάω.
Greek Monotonic
γειτονέω: = γειτνιάω, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γειτονέω: γειτνιάω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 311, Θήβ. 780, Σοφ. Ο. Κ. 1525, Πλάτ. Νόμ. 843Α.
Middle Liddell
= γειτνιάω, Aesch., Soph.]